- τελέσιος
- τέλεσιςeventfem gen sg (epic doric ionic aeolic)τελέσιοςfinishingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελέσιος — ον, Α τελευταίος («τελέσιος ἡμέρα ἡ ἐσχάτη», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + ιος*] … Dictionary of Greek
τελεσίου — τελέσιος finishing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
τελεσιάζω — Α [τελέσιος] (σχετικά με θυσίες) τελώ … Dictionary of Greek
Τελέζιο, Μπερναρντίνο — (Telesio· εξελληνισμένος τύπος Τελέσιος, Κοζέντσα 1509 – 1588). Ιταλός φιλόσοφος. Σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και ιατρική στην Πάντοβα. Έπειτα από μια δεκαετία αποσύρθηκε για μελέτες σε ένα μοναστήρι βενεδικτινών, στη νότια Ιταλία, και το 1553 … Dictionary of Greek